ιβίσκος

ιβίσκος
(Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά συγκρατούνται από ένα υπάνθιο από στενά βρακτίδια, που κάνουν τα άνθη πιο εντυπωσιακά. Το γένος αυτό περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, τα περισσότερα θαμνώδους μορφής. Ο ι. φυτεύεται στους κήπους κατά ομάδες (μπορντούρες, τούφες) για καλλωπιστικούς σκοπούς. Ο πιο διαδεδομένος είναι ο ι. ο συριακός· έχει ωοειδή, τριγωνικά ή τρίλοβα, οδοντωτά φύλλα, και άνθη πορφυρά, λευκά, ρόδινα, κόκκινα και μοβ. Οι στήμονες είναι βραχύτεροι της στεφάνης. Ο ι. η σινική ροδή παίρνει συχνά τη μορφή δενδρυλλίου, με φύλλα πράσινα σκούρα, ωοειδή, λεία και μεγάλα· έχει ζωηρά κόκκινα άνθη, με μαύρες κηλίδες στη βάση. Οι στήμονες σχηματίζουν έναν κύλινδρο που περιβάλλει τον στύλο και προεξέχει από τη στεφάνη. Στην Κίνα ο ι. χρησιμοποιείται στη βιομηχανική παραγωγή χάρτου. Ο ι. ο εδώδιμος (η γνωστή μπάμια) καταναλώνεται ως νωπό, κονσερβοποιημένο ή ξηρό λαχανικό. Τα σπέρματα του ι. του αβελμόσχου έχουν δυνατό άρωμα μόσχου. Χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και για να αρωματίζονται σιρόπια και ηδύποτα. Ο ι. ο καννάβινος και ο ι. ο ρετούζα καλλιεργούνται στην τροπική Ασία και στη βόρεια Αφρική· από τις κλωστικές ίνες της βίβλου του στελέχους τους κατασκευάζεται το ανθεκτικότατο καννάβιτης Βομβάης. Επίσης, οι σαρκώδεις και γλυκόξινοι κάλυκες των ανθών του ι. η σαβδαρίφη της Ερυθραίας, όταν αποξηρανθούν, δίνουν το λεγόμενο καρκαντέ, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τονωτικών και χωνευτικών αφεψημάτων. Άνθος ιβίσκου.
* * *
ο (Α ἰβίσκος και ἐβίσκος)
νεοελλ.
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης μαλβώδη, οικογένεια μαλβίδες,
αρχ.
το φυτό αλθαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. hibiscus, το οποίο, με τη σειρά του, είναι δάνειο πιθ. από την κελτική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιβίσκος — ο ποώδες καλλωπιστικό φυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰβίσκον — ἰβίσκος hibiscus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβίσκου — ἰβίσκος hibiscus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • μπίσκος — ο κοινή ονομασία για το φυτό ιβίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hibiscum «ιβίσκος»] …   Dictionary of Greek

  • Hibiscus — Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Hibisque — Hibiscus Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Ibisque — Hibiscus Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Hibiscus — Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”